επιδένομαι

επιδένομαι
επιδένομαι, επιδέθηκα βλ. πίν. 2

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπληνούμαι — όομαι, Α [σπλήν/σπληνίον] 1. (για τραύμα) περιβάλλομαι με σπληνίο, επιδένομαι 2. (για όργανο τού σώματος) διογκώνομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”